- αμφιβράγχια
- ἀμφιβράγχια, τα (Α)η περιοχή γύρω από τη βάση τής γλώσσας, τις αμυγδαλές.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από τον Ιπποκράτη < ἀμφι-* + βράγχια, που στον συγκεκριμένο τ. συνδέεται σημασιολογικά με τη λ. βρόγχος «τραχεία» ή γενικότερα, «ο λαιμός και τα εσωτερικά του όργανα»].
Dictionary of Greek. 2013.